υποπυρωπός

υποπυρωπός
-ή, -όν, Α
κάπως πυρωπός, κοκκινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + πυρωπός «αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, όμοιος με φωτιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”